- ἐπισπεύδειν
- ἐπισπεύδωurge onpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Pi Mu Epsilon — The Pi Mu Epsilon Key Motto Τὴν παίδευσιν καὶ τὰ μαθηματικὰ ἐπισπεύδειν To promote scholarship and mathematics Formation May 25, 1914 … Wikipedia
επισπεύδω — (AM ἐπισπεύδω) [σπεύδω] ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση τού νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.) αρχ. 1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν»,… … Dictionary of Greek